La Belle Dame Sans Merci
I
Ah, what can ail thee, wretched wight,
Alone and palely loitering?
The sedge is withered from the lake,
And no birds sing.
II
Ah, what can ail thee, wretched wight,
So haggard and so woe-begone
The squirrel's granary is full,
And the harvest's done.
III
I see a lily on thy brow
With anguish moist and fever dew,
And on thy cheek a fading rose
Fast withereth too.
IV
I met a lady in the meads,
Full beautiful, a faery's child:
Her hair was long, her foot was light,
And her eyes were wild.
V
I set her on my pacing steed,
And nothing else saw all day long;
For sideways would she lean, and sing
A faery's song.
VI
I made a garland for her head,
And bracelets too, and fragrant zone;
She looked at me as she did love,
And made sweet moan.
VII
She found me roots of relish sweet,
And honey wild, and manna dew,
And sure in language strange she said,
"I love thee true!"
VIII
She took me to her elfin grot,
And there she gazed and sighed deep,
And there I shut her wild, sad eyes--
So kissed to sleep.
IX
And there we slumbered on the moss,
And there I dreamed, ah! woe betide,
The latest dream I ever dreamed
On the cold hill side.
X
I saw pale kings, and princes too,
Pale warriors, death-pale were they all;
Who cried--"La belle Dame sans merci
Hath thee in thrall!"
XI
I saw their starved lips in the gloam,
With horrid warning gaped wide,
And I awoke and found me here,
On the cold hill side.
XII
And that is why I sojourn here,
Alone and palely loitering,
Though the sedge is withered from the lake,
And no birds sing.
La Belle Dame Sans Merci
(Η Ωραία Κυρία Χωρίς Οίκτο)
I
Αχ, τι μπορεί να πονά τόσο, άθλια ύπαρξη,
Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός;
Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,
Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό.
II
Αχ, τι προκαλεί τόσο πόνο, άθλια ύπαρξη,
Τόσο ωχρός και τόσο δυστυχής
Η σιταποθήκη του σκίουρου είναι γεμάτη,
Και τελείωσε η συγκομιδή.
III
Βλέπω μια μαργαρίτα στο μέτωπό σου
Με υγρή αγωνία και πυρετώδη δροσιά,
Και στο μάγουλό σου ένα ξεθωριασμένο ρόδο
Που και αυτό γρήγορα εξασθενά
IV
Συνάντησα μια γυναίκα στα λειβάδια,
Γεμάτη ομορφιά, ένα παιδί νεράιδας:
Τα μαλλιά της ήσαν μακριά, τα πόδια της ήσαν ελαφριά,
Και τα μάτια της ήσαν άγρια.
V
Την ανέβασα στο άτι μου που περπατούσε
Και τίποτ’ άλλο δεν είδα όλη μέρα.
Στα πλάγια έγερνε, και τραγουδούσε
Τραγούδια από αερικά φτιαγμένα.
VI
Έφτιαξα ένα στεφάνι για το κεφάλι της,
Και βραχιόλια και μια ζώνη ακόμα, όλα ευωδιαστά.
Με κοίταξε λες κι έκανε έρωτα,
Και αναστέναζε γλυκά
VII
Μου βρήκε ρίζες γλυκειάς νοστιμιάς,
Και άγριο μέλι, και μάννα δροσερό
Και σίγουρα σε παράξενη γλώσσα είπε,
«Αληθινά σε αγαπώ!»
VIII
Με πήρε στην ξωτική σπηλιά της,
Και εκεί ατενίζοντας βαθιά αναστέναξε,
Και εκεί έκλεισα τα άγρια, θλιμμένα της μάτια
Φιλώντας την για να κοιμηθεί.
IX
Και εκεί μισοκοιμηθήκαμε στα βρύα
Και εκεί ονειρεύτηκα, αχ! συφορά,
Το τελευταίο όνειρο που ονειρεύτηκα ποτέ
Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά.
X
Είδα χλωμούς βασιλιάδες, και πρίγκιπες ακόμα,
Χλωμούς πολεμιστές, χλωμοί ήσαν όλοι σα τον χάρο
Που ουρλιάξανε – «La Belle Dame sans merci
Έχει εσένα σκλάβο!»
XI
Είδα τα πεινασμένα τους χείλη στο λυκόφως,
Προειδοποίηση φριχτή έχασκε πλατιά,
Και ξύπνησα και με βρήκα εδώ,
Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά
XII
Και γι’ αυτό παραμένω εδώ,
Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός,
Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,
Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό.
I
Ah, what can ail thee, wretched wight,
Alone and palely loitering?
The sedge is withered from the lake,
And no birds sing.
II
Ah, what can ail thee, wretched wight,
So haggard and so woe-begone
The squirrel's granary is full,
And the harvest's done.
III
I see a lily on thy brow
With anguish moist and fever dew,
And on thy cheek a fading rose
Fast withereth too.
IV
I met a lady in the meads,
Full beautiful, a faery's child:
Her hair was long, her foot was light,
And her eyes were wild.
V
I set her on my pacing steed,
And nothing else saw all day long;
For sideways would she lean, and sing
A faery's song.
VI
I made a garland for her head,
And bracelets too, and fragrant zone;
She looked at me as she did love,
And made sweet moan.
VII
She found me roots of relish sweet,
And honey wild, and manna dew,
And sure in language strange she said,
"I love thee true!"
VIII
She took me to her elfin grot,
And there she gazed and sighed deep,
And there I shut her wild, sad eyes--
So kissed to sleep.
IX
And there we slumbered on the moss,
And there I dreamed, ah! woe betide,
The latest dream I ever dreamed
On the cold hill side.
X
I saw pale kings, and princes too,
Pale warriors, death-pale were they all;
Who cried--"La belle Dame sans merci
Hath thee in thrall!"
XI
I saw their starved lips in the gloam,
With horrid warning gaped wide,
And I awoke and found me here,
On the cold hill side.
XII
And that is why I sojourn here,
Alone and palely loitering,
Though the sedge is withered from the lake,
And no birds sing.
La Belle Dame Sans Merci
(Η Ωραία Κυρία Χωρίς Οίκτο)
I
Αχ, τι μπορεί να πονά τόσο, άθλια ύπαρξη,
Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός;
Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,
Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό.
II
Αχ, τι προκαλεί τόσο πόνο, άθλια ύπαρξη,
Τόσο ωχρός και τόσο δυστυχής
Η σιταποθήκη του σκίουρου είναι γεμάτη,
Και τελείωσε η συγκομιδή.
III
Βλέπω μια μαργαρίτα στο μέτωπό σου
Με υγρή αγωνία και πυρετώδη δροσιά,
Και στο μάγουλό σου ένα ξεθωριασμένο ρόδο
Που και αυτό γρήγορα εξασθενά
IV
Συνάντησα μια γυναίκα στα λειβάδια,
Γεμάτη ομορφιά, ένα παιδί νεράιδας:
Τα μαλλιά της ήσαν μακριά, τα πόδια της ήσαν ελαφριά,
Και τα μάτια της ήσαν άγρια.
V
Την ανέβασα στο άτι μου που περπατούσε
Και τίποτ’ άλλο δεν είδα όλη μέρα.
Στα πλάγια έγερνε, και τραγουδούσε
Τραγούδια από αερικά φτιαγμένα.
VI
Έφτιαξα ένα στεφάνι για το κεφάλι της,
Και βραχιόλια και μια ζώνη ακόμα, όλα ευωδιαστά.
Με κοίταξε λες κι έκανε έρωτα,
Και αναστέναζε γλυκά
VII
Μου βρήκε ρίζες γλυκειάς νοστιμιάς,
Και άγριο μέλι, και μάννα δροσερό
Και σίγουρα σε παράξενη γλώσσα είπε,
«Αληθινά σε αγαπώ!»
VIII
Με πήρε στην ξωτική σπηλιά της,
Και εκεί ατενίζοντας βαθιά αναστέναξε,
Και εκεί έκλεισα τα άγρια, θλιμμένα της μάτια
Φιλώντας την για να κοιμηθεί.
IX
Και εκεί μισοκοιμηθήκαμε στα βρύα
Και εκεί ονειρεύτηκα, αχ! συφορά,
Το τελευταίο όνειρο που ονειρεύτηκα ποτέ
Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά.
X
Είδα χλωμούς βασιλιάδες, και πρίγκιπες ακόμα,
Χλωμούς πολεμιστές, χλωμοί ήσαν όλοι σα τον χάρο
Που ουρλιάξανε – «La Belle Dame sans merci
Έχει εσένα σκλάβο!»
XI
Είδα τα πεινασμένα τους χείλη στο λυκόφως,
Προειδοποίηση φριχτή έχασκε πλατιά,
Και ξύπνησα και με βρήκα εδώ,
Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά
XII
Και γι’ αυτό παραμένω εδώ,
Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός,
Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,
Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου